καταγωνιστής

καταγωνιστής
κατᾰγων-ιστής, οῦ, ,
A conqueror, Iamb.VP14.63.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταγωνιστής — καταγωνιστής, ὁ (Α) [καταγωνίζομαι] ο νικητής σε μάχη …   Dictionary of Greek

  • καταγωνιστήν — καταγωνιστής conqueror masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”